- ἰσόθυμος
- ἰσό-θῡμος, ον,A equal in spirit, Sch.Il.7.295.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισόθυμος — ἰσόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει το ίδιο θάρρος, το ίδιο φρόνημα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + θυμος (< θυμός «θάρρος, φρόνημα»), πρβλ. μακρό θυμος, μικρό θυμος] … Dictionary of Greek
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek